κιχρώ

κιχρώ
κιχρῶ, -άω (AM, Α και κίχρημι)
1. δανείζω («τῶν δε κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ, τι βούλει», Δημοσθ.)
2. αφιερώνω, προσφέρω («κἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας ἅς ζῇ αὐτός», ΠΔ)
αρχ.
διακηρύσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κί-χρη-μι παράγεται από το χρή με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και κλίση κατά τα αθέματα σε -μι. Από το κίχρημι, με μεταπλασμό κατά τα -άω / -, προέκυψε το κιχρῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιχρῶ — κιχράω pres imperat mp 2nd sg κιχράω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κιχράω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κιχράω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κιχράω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) κιχράω imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίχρημι — (Α) βλ. κιχρώ …   Dictionary of Greek

  • κίχρησις — κίχρησις, ἡ (Μ) [κιχρώ] δανεισμός …   Dictionary of Greek

  • προκιχρώ — άω, Α δανείζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κιχρῶ «δανείζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσκιχρώ — άω, Α δανείζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κιχρῶ «δανείζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”