- κιχρώ
- κιχρῶ, -άω (AM, Α και κίχρημι)1. δανείζω («τῶν δε κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ, τι βούλει», Δημοσθ.)2. αφιερώνω, προσφέρω («κἀγὼ κιχρῶ αὐτὸν τῷ κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας ἅς ζῇ αὐτός», ΠΔ)αρχ.διακηρύσσω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κί-χρη-μι παράγεται από το χρή με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και κλίση κατά τα αθέματα σε -μι. Από το κίχρημι, με μεταπλασμό κατά τα -άω / -ῶ, προέκυψε το κιχρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.